συνδιάκτορος

συνδιάκτορος
ὁ, Α
(ως προσωνυμία τού Ερμού όταν συνόδευε τον Χάρωνα κατά τη μεταφορά τών νεκρών στον Άδη) αυτός που είναι ψυχοπομπός μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διάκτορος «ψυχοπομπός, διάκονος, υπηρέτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνδιάκτορος — fellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιακτορώ — έω, Α [συνδιάκτορος] (για τον Ερμή) συνοδεύω κάποιον που οδηγεί ή μεταφέρει κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”